- Ιωνία
- ηπεριοχή της δυτικής Μ. Ασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἰωνία — Ἰωνίᾱ , Ἰώνιος fem nom/voc/acc dual Ἰωνίᾱ , Ἰώνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἰωνίᾱ , Ἰωνία the Ionians fem nom/voc/acc dual Ἰωνίᾱ , Ἰωνία the Ionians fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνίᾳ — Ἰωνίᾱͅ , Ἰώνιος fem dat sg (attic doric aeolic) Ἰωνίᾱͅ , Ἰωνία the Ionians fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωνιά — ἰωνιά, ἡ (Α) 1. λιβάδι με ία, μενεξεδότοπος 2. είδος φυτού 3. φρ. «ἰωνιά μέλαινα» ίο το εύοσμο, ο μενεξές 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐς ἰωνιάν ἐς κοπρῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴων, γεν. πληθ. τού τ. ἴον «μενεξές» + κατάλ. ιά (πρβλ. ροδων ιά)] … Dictionary of Greek
ἰωνιά — ἰωνιά̱ , ἰωνιή fem nom/voc/acc dual ἰωνιά̱ , ἰωνιή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνιά — Ἰωνιάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰώνια — Ἰώνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Ιωνία — Sp Nèa Jonijà Ap Νέα Ιωνία/Nea Jonia L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέα Ιωνία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πόλη (66.017 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής στην περιφέρεια Αττικής. Η N.I. θεωρείται ουσιαστικά προάστιο της Αθήνας. 2. Μεγάλος πεδινός δήμος (υψόμ. 15 μ.) του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στα ΒΔ του κέντρου … Dictionary of Greek
Νέα Μαγνησία (Ιωνία) — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 18 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται σε απόσταση 10 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
Ἰωνίας — Ἰωνίᾱς , Ἰώνιος fem acc pl Ἰωνίᾱς , Ἰώνιος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰωνίᾱς , Ἰωνία the Ionians fem acc pl Ἰωνίᾱς , Ἰωνία the Ionians fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)